guarnecerse - ορισμός. Τι είναι το guarnecerse
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι guarnecerse - ορισμός


guarnecerse      
Palabras Relacionadas
desguarnecido      
adj.
Blasón. Se dice del animal doméstico sin ninguna guarnición.
guarnecer         
  • Chuleta de lomo cocinada a la brasa, con guarnición de patatas y pimientos verdes fritos.
  • Unas [[chuletillas]] con papas fritas como acompañamiento.
PREPARACIÓN ALIMENTARIA ACOMPAÑANDO LA PREPARACIÓN PRINCIPAL EN UN PLATO O COMIDA
Guarnición del plato; Guarnicion (comida); Guarnicion del plato; Guarnición (gastronomía); Acompañamiento (gastronomía); Guarnicion (gastronomia); Guarnecer
guarnecer (de "guarnir")
1 ("con, de") tr. Poner en un sitio *accesorios o *complementos: "Guarnecer de cortinajes una habitación [de velas un barco, de herrajes un mueble]". ("con, de") Colocar en un vestido u otra prenda accesorios o adornos, tales como botones o encajes. Guarnir. *Adornar, *amueblar, dotar, herrar, *poner, proveer, *vestir. Accesorios, adornos, herrajes.
2 ("con, de") Mil. Colocar fuerzas en una plaza o puesto militar. Presidiar. *Desguarnecer, desguarnir. *Defender.
3 Mil. Estar de guarnición en un puesto militar.
4 ("con, de") Mil. *Reforzar o cubrir un cuerpo militar con otro o una obra de fortificación con otra.
5 ("con, de") Constr. *Revocar o revestir las paredes.
6 Cetr. Poner lonja o cascabel al ave de rapiña.
7 (ant.) Investir de *autoridad a alguien.
. Conjug. como "agradecer".
Τι είναι guarnecerse - ορισμός